γράφει η Ανδρονίκη ΠαντιώραΛένε ότι η όπερα αγγίζει την ψυχή. Σε αφήνει γυμνό και έκθετο αντίκρυ στη ζωή. Σε κάνει μικρό, γκρεμίζει τα οχυρά, σπάει τις αντιστάσεις. Πολλοί κλαίνε όταν ακούνε. Κλαίνε γοερά...
Με φωνή τρεμάμενη, σπαστή, στον τελικό φθόγγο, τραγουδιστή θα έλεγα, η μεγάλη Σόνια Θεοδωρίδου, η διάσημη σοπράνο, μας υποδέχτηκε στην οικία της στο Κολωνάκι, λίγες ημέρες πριν την εκπνοή του χρόνου, για την ανταλλαγή των καθιερωμένων ευχών. Για τον απολογισμό του απελθόντος.
Η ευγενική της ύπαρξη διάχυτη, με τα συναισθήματα της προσφοράς και της αγάπης να διαπερνούν ανά πάσα ώρα και στιγμή τη συνάντησή μας, η Σόνια Θεοδωρίδου μου μιλούσε για τα πιο πονεμένα χρόνια με έναν τόνο γλυκό, με μια ευαισθησία που ξεχείλιζε στη χροιά της φωνής της. Κράτησε τη ζεστασιά στην ψυχή της στα δύσκολα χρόνια. «Δεν έχασα ποτέ τη ματιά μου για το διπλανό μου. Είχα δύσκολα παιδικά χρόνια, μεγάλωσα φτωχικά, ήμουν όμως πάρα πολύ τυχερή αργότερα», λέει.
Με ένα ψέμα συντροφιά, άφησε τη Βέροια για να έρθει στην Αθήνα, να γραφτεί στο Εθνικό Ωδείο και από εκεί κι έπειτα η πορεία της ήταν ασταμάτητη. «Σπούδασα παίρνοντας το πρώτο βραβείο υποτροφίας Μαρία Κάλλας. Κάποια στιγμή στο Λονδίνο έζησα σε ένα ξενοδοχείο αστέγων. Ήμουνα στην Κολωνία, σπούδαζα στη Μουσική Ακαδημία. Αγαπούσα με τόσο πάθος τη ζωή μου και τη δουλειά μου που δεν υπήρχε κάτι να με σταματήσει. Περισσότερο μου κόστισαν οι απώλειες των γονιών μου, τους οποίους έχασα σε μικρή ηλικία. Είχα πλούτη, αγαθά, αλλά ήμουν και πολύ μόνη μου.
Νιώθω πλήρης και ευτυχισμένη, ειδικά με αυτά που κάνω για τους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Μου αρέσει να δίνω ελπίδα σε ανθρώπους που είναι από ένα μικρό χωριό και νομίζουν ότι δεν θα κάνουν πράγματα στη ζωή τους. Μου αρέσει να τραγουδάω σε μέρη που μια λυρική τραγουδίστρια δεν θα πήγαινε ποτέ, στην πλατεία ενός χωριού. Δεν θεωρώ ποτέ ένα μέρος ταπεινό. Εμείς δίνουμε τη μεγαλοσύνη και την αξία ενός μέρους». Όταν τραγούδησε στο Πάγκειον στην Ομόνοια υποστηρίζει ότι τέτοιο κάλος, δεν γίνεται να το αφήνουμε στη δυστυχία του.
Μέσα σε όλα αυτά ήξερα κάπου μέσα μου ότι όλο αυτό είναι εφήμερο. Ήξερα ότι όταν βγάζεις τα ρούχα της σκηνής και γυρνάς σπίτι σου, είσαι η μάνα, ή ότι άλλο… Αυτό το χάρισμα, αυτό το ανεκτίμητο δώρο που πήρα από το θεό, τη φωνή μου… θεωρώ τον εαυτό μου πάρα, μα πάρα πολύ τυχερό, διότι κάνω κάτι που λατρεύω. Πληρώνομαι για κάτι που είναι η μεγαλύτερή μου αγάπη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει ωραιότερο πράγμα από αυτό».
Πόσο σημασία έχει να υπηρετείς το συνάνθρωπο; «Αυτή είναι η σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης για μένα. Δεν έχει κανένα νόημα να υπάρχεις, αν δεν υπάρχει ο διπλανός σου. Μέσα από τον κόσμο της όπερας, συνάντησα ανθρώπους από άλλες χώρες, από διαφορετικές κουλτούρες και είδα ότι ο πυρήνας του ανθρώπου είναι ίδιος. Είναι η αγάπη».