γράφει η Ανδρονίκη Παντιώρα
Με αφορμή τη Διεθνή Εβδομάδα Δημοσιογραφίας και το γεγονός βεβαίως ότι βρισκόμαστε στην 108η θέση στην Ευρώπη, αναφορικά με την ελευθεροτυπία, η συζήτηση για το που οδεύει το παρόν και το μέλλον της δημοσιογραφίας στη χώρα, είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.
Αν συμφωνήσουμε στο συμπέρασμα ότι όλα στη ζωή έχουν ένα όριο, έτσι και στο θέμα των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης, στον τρόπο που παρουσιάζονται οι ειδήσεις, στο τι προβάλλεται και τι δεν προβάλλεται από ένα γεγονός και στο τι αποκρύπτεται σκόπιμα, φαίνεται ότι αυτό το όριο έχει ξεπεραστεί.
Δύσκολη στιγμή για τη δημοσιογραφία, σίγουρα. Η κρίση 15 χρόνων στην Ελλάδα, έφερε και αλλαγές στον τρόπο που ασκείται το επάγγελμα. Η γιγάντωση των social media και η μεγάλη διάχυση της πληροφορίας, άλλαξε το σκηνικό της ενημέρωσης. Το ξέραμε. Το βλέπαμε να έρχεται.
Από τη μεγάλη έρευνα του iMEdD, τη χρονιά που μας πέρασε σχετικά με την εμπιστοσύνη του ελληνικού κοινού στη δημοσιογραφία, στους Έλληνες δημοσιογράφους και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, φάνηκε ότι η εμπιστοσύνη αυτή των πολιτών προς τα πρόσωπα και τα μέσα της ενημέρωσης, είναι ισχνή. Σε ποσοστό κατακλυσμιαίο, 73%, σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.500 ατόμων, πολιτών, οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται την τηλεόραση και το περιεχόμενό της, παρόλο που οι μεγαλύτερες ηλικίες ανθρώπων, από την τηλεόραση αντλούν την ενημέρωσή τους κατά κύριο λόγο.
Ο ρόλος της εξουσίας και κάθε μορφής εξουσίας, είναι να παρεμβαίνει προς όφελος των συμφερόντων της, είναι λογικό, στηρίζεται σε μία βάση, σε ένα μηχανισμό σκέψης, σε μια αλληλουχία παραγόντων. Ο βαθμός και η ένταση της παρέμβασης, το μέγεθος της πίεσης που θα ασκηθεί και το εύρος που θα επεκταθεί, δεν μπορεί να καθοριστεί υπό το θεωρητικό πρίσμα ενός ηθικού και αξιακού κανόνα. Υπόκεινται στο νόμο της δράσης - αντίδρασης, στο πόσο επηρεάζει την πλευρά εκείνου που δέχεται την παρέμβαση, από τα χαρακτηριστικά και το στόχο που εξυπηρετεί η κάθε παρέμβαση, σαφώς από την ατζέντα του αποδέκτη και στο τέλος, τέλος, από τις αρχές και τις αξίες που αντιπροσωπεύει η απέναντι όχθη.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την έρευνα. Οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης εν γένει, αποτελούν την καρδιά της κοινωνίας. Αντικατοπτρίζουν την κοινωνία, τους θεσμούς, την πολιτεία, τη σχέση που τους διέπει και τους δεσμούς με τους οποίους συνδέονται. Η Φιλανδία είναι μια κοινωνία με υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης, στους θεσμούς και στην εκπαίδευση. Μήπως είναι και μια σχέση αμφίδρομη; Δηλαδή αντιστρέφοντας τη σκέψη μας, μήπως η Φιλανδία, οι δημόσιοι φορείς της, η εκπαίδευση και οι δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, προσφέρουν υψηλό επίπεδο υπηρεσιών, είναι δίκαιοι και ειλικρινείς, οπότε και οι πολίτες επιστρέφουν αυτή την εντιμότητα του κράτους και της Πολιτείας, με την εμπιστοσύνη τους;
Αποτελεί κοινώς παραδεκτό αξίωμα, από το σύνολο της δημοσιογραφικής κοινότητας - ασχέτως αν από πολλούς το συμπέρασμα μένει στη θεωρία - ότι οι βασικές αρχές στην άσκηση του επαγγέλματος, χρειάζεται, απαραιτήτως να τηρούνται. Φαίνεται ότι περισσότερο από κάθε άλλη χρονική στιγμή, κρίνεται άκρως αναγκαίο. Από το τελευταίο, μεγάλο, θέμα των υποκλοπών, και τον τρόπο που καλύφθηκε το θέμα από ελληνικά media, διεφάνηκε ξεκάθαρα η έλλειψη κριτικής στην κυβέρνηση.
Δύσκολη στιγμή για τη δημοσιογραφία, σίγουρα. Η κρίση 15 χρόνων στην Ελλάδα, έφερε και αλλαγές στον τρόπο που ασκείται το επάγγελμα. Η γιγάντωση των social media και η μεγάλη διάχυση της πληροφορίας, άλλαξε το σκηνικό της ενημέρωσης. Το ξέραμε. Το βλέπαμε να έρχεται.
Προσωπικές αποφάσεις, σκληρά διλήμματα, ατομική ευθύνη, οι άνθρωποι που άνοιξαν τη συζήτηση στο Φόρουμ Δημοσιογραφίας που διοργανώθηκε από το iMEdD την εβδομάδα που μας πέρασε, εστίασαν κατά ένα μέρος σε αυτά. Ο διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή» Αλέξης Παπαχελάς τόνισε μεταξύ άλλων ότι δεν εκπαιδεύουμε τους δημοσιογράφους μας, προκειμένου να αντιμετωπίζουμε αυτά τα καθημερινά, μεγάλα διλήμματα.
Ο Μάνος Χωριανόπουλος, διευθυντής του News 24/7, σχολιάζοντας την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο είπε χαρακτηριστικά: «Χρειάστηκε μια κυβέρνηση που το κάνει καλύτερα από τις άλλες, που είχε ένα πιο συνεκτικό σχέδιο και το έκανε χωρίς αντιστάσεις. Ουσιαστικά η τέταρτη εξουσία έχει παραδώσει την εξουσία της κατά κάποιο τρόπο και το ζήτημα εδώ είναι ότι δεν μπαίνει κανένα όριο».
Σε ποσοστό 52%, δεν εμπιστεύονται τις ιστοσελίδες, παρά το γεγονός ότι η ενημέρωση από το διαδίκτυο δεν είναι παθητική, όπως συμβαίνει με την τηλεόραση. Είναι περισσότερο ενεργητική, με συμμετοχή στην αναζήτηση της είδησης. Δεν εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους σε ποσοστό 63%, ενώ ένα συντριπτικό ποσοστό 85% των συμμετεχόντων, πιστεύει ότι οι Έλληνες δημοσιογράφοι προσπαθούν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη. Στην έρευνα που διεξήχθη στη δημοσιογραφική κοινότητα, σχετικά με την άποψη των δημοσιογράφων για το πως κάνουν τη δουλειά τους, το ζήτημα της λογοκρισίας έχει εμφατικό χαρακτήρα, κατέχοντας εμφανή θέση.
Σύμφωνα με την ενημέρωση του Αντώνη Καλογερόπουλου, ερευνητής επί θεμάτων δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο οποίο τρέχει μία δημοσκόπηση από το 2012, όπου μελετώνται οι συνήθειες του κοινού στο διαδίκτυο, η Ελλάδα είναι μέρος αυτής της δημοσκόπησης από το 2016, η οποία διεξάγεται σε 46 χώρες. Η ερώτηση είναι η εξής: Κατά πόσο εμπιστεύεστε τις ειδήσεις τις περισσότερες φορές. Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στην εμπιστοσύνη του κοινού ως προς τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο ¼ εμπιστεύεται τις ειδήσεις. Το ποσοστό αυτό δεν έχει αλλάξει από το 2016 μέχρι σήμερα. Τότε ήμασταν με διαφορά η τελευταία χώρα στη δύση στο θέμα της εμπιστοσύνης, αλλά από τότε είδαμε ότι πολλές άλλες δυτικές χώρες είχαν πολλές πολιτικές κρίσεις, όπως η Βρετανία και η Αμερική, όπως και η Γαλλία με τα Κίτρινα Γιλέκα, είδαμε ότι αυτά τα 6 χρόνια, η εμπιστοσύνη έπεσε δραματικά στη δύση ως προς τη δημοσιογραφία. «Στην Ελλάδα το χαμηλό ποσοστό εμπιστοσύνης δεν οφείλεται μόνο στο σημερινό μιντιακό περιβάλλον, αλλά σε μια γενικότερη κουλτούρα σκεπτικισμού, μιας μιντιακής και πολιτικής κουλτούρας. Στις δημοσκοπήσεις του Ευρωβαρόμετρου του ’80, του ’90 και του 2000, όπου ρωτούσαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα κατά πόσο εμπιστεύεστε τον τύπο, την τηλεόραση, είμασταν και πάλι η τελευταία χώρα σε εμπιστοσύνη. Από τότε η Φιλανδία για παράδειγμα ήταν η πρώτη χώρας σε εμπιστοσύνη, ενώ η Ελλάδα ήταν η τελευταία».
Η απόφαση ενός Όχι, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη την έναρξη ενός πολέμου μεταξύ των διαφωνούντων, μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών. Στην Ελλάδα, χρειάζεται σιγά σιγά να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι για να αρχίσουμε να ισορροπούμε ως προς την ελευθεροτυπία, υπάρχει η ανάγκη - η οποία παρεπιμπτόντως διαφαίνεται πολύ έντονα στις ημέρες που διανύουμε, ότι η τέταρτη εξουσία και τα μέσα ενημέρωσης να διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο, ο οποίος δεν είναι άλλος από το ασκούν κριτική στην πολιτική εξουσία με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της κοινής διαβίωσης, την καλυτέρευση των γενικότερων κοινωνικών συνθηκών και την αναβάθμιση του επιπέδου ζωής των πολιτών.
Η ζυγαριά λοιπόν της ελευθεροτυπίας, δεν μπορεί να γέρνει προκλητικά προς τη μία ή την άλλη πλευρά, διότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το μέγεθος της κλίσης, επηρεάζουν καταλυτικά με έμμεσο ή άμεσο τρόπο την καθημερινότητα των πολιτών. Θέλοντας και μη, η όποια ειδική μεταχείριση της πολιτικής εξουσίας από τα μέσα ενημέρωσης γυρνάει αντιστρόφως μπούμερανγκ με αρνητικό και αδηφάγο τρόπο, προς στους πολίτες.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης, σύμφωνα με την έρευνα. Οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης εν γένει, αποτελούν την καρδιά της κοινωνίας. Αντικατοπτρίζουν την κοινωνία, τους θεσμούς, την πολιτεία, τη σχέση που τους διέπει και τους δεσμούς με τους οποίους συνδέονται. Η Φιλανδία είναι μια κοινωνία με υψηλό δείκτη εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης, στους θεσμούς και στην εκπαίδευση. Μήπως είναι και μια σχέση αμφίδρομη; Δηλαδή αντιστρέφοντας τη σκέψη μας, μήπως η Φιλανδία, οι δημόσιοι φορείς της, η εκπαίδευση και οι δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, προσφέρουν υψηλό επίπεδο υπηρεσιών, είναι δίκαιοι και ειλικρινείς, οπότε και οι πολίτες επιστρέφουν αυτή την εντιμότητα του κράτους και της Πολιτείας, με την εμπιστοσύνη τους;