Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Υπέρμετρος πολιτικός ρεαλισμός...


Μια σύντομη ιστορική αναδρομή στους πρόσφατους πολέμους του 20ου και 21ου αιώνα, ίσως τονώσει κάπως το ασθενές μνημονικό μας, επιτρέποντάς μας να τοποθετήσουμε την κριτική των τρέχοντων πολεμικών γεγονότων, στη λογική του πολιτικού ρεαλισµού, ο οποίος αποτελεί και τη βάση των διεθνών σχέσεων.

Μία ουσιώδης παράμετρος της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων είναι η φύση του διεθνούς συστήματος, στο οποίο όπως υποστηρίζεται από τους αναλυτές, παρατηρείται έλλειψη οργανωμένης τάξης κατά το πρότυπο της εσωτερικής οργάνωσης των κρατών. Σε αντίθεση µε το πρότυπο της εσωτερικής διακυβέρνησης, στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει μία κεντρική εξουσία που να επιβάλλει την τάξη. Κατ’ επέκταση, κάθε ρεαλιστική θεώρηση, ξεκινάει από την παράθεση του συσχετισμού δυνάμεων σε αυτό, ενώ αδιαμφισβήτητα κρίσιμο ρόλο για την μελέτη του διεθνούς συστήματος, είναι οι έννοιες της απειλής και της ασφάλειας στις οποίες τα κράτη επενδύουν, επιδιώκοντας την κατοχύρωσή τους στους παραπάνω τομείς. 

Ο φόβος αυτός και το ζήτημα της αντιμετώπισης των απειλών των κρατών στη διεθνή σφαίρα, καθίσταται το κυρίαρχο κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς. Προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου, τα κράτη, λαμβάνουν στρατιωτικά μέτρα που οχυρώνουν την αμυντική τους ευαλωτότητα.

Η εισβολή στην Ουκρανία έχει ανανεώσει αρκετές μακροχρόνιες συζητήσεις σχετικά με τη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αν και πολλοί επικριτές του Βλαντιμίρ Πούτιν έχουν υποστηρίξει ότι θα εξασκούσε ούτως ή άλλως μια επιθετική εξωτερική πολιτική στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, ανεξαρτήτως δυτικής ανάμειξης. Παρόλ’ αυτά, η παγκόσμια κοινή γνώμη, χωρίς παρωπίδες και δημοσιογραφικές αγκυλώσεις, έτεινε να υποστηρίζει εμμέσως, ότι οι ΗΠΑ, προκάλεσαν υπόκωφα αυτόν τον πόλεμο. Έθεσαν τα θεμέλια θα λέγαμε, αφήνοντας αδιέξοδες εναλλακτικές στο ολοκληρωτικό καθεστώς του Πούτιν, αδιαμφισβήτητα. 

Φυσικά, η πρόκληση σε πόλεμο, δεν αποτελεί καμιά δικαιολογία, πόσο μάλλον τώρα που η διεθνής κατακραυγή της Ρωσίας έχει αγγίξει κόκκινο. Σήμερα, υποτίθεται ότι ο πολιτικός ρεαλισμός και η διπλωματία έχουν ενηλικιωθεί, αν μη τι άλλο, έχει προστεθεί επιπλέον εμπειρία, όμως διαχρονικά τα οικονομικά συμφέροντα υπαγορεύουν τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτική και η προπαγάνδα από την άλλη μεριά καλά κρατεί, για την ακρίβεια, βρίσκεται στο απόγειό της. Υπό αυτή την έννοια ο πολιτικός ρεαλισμός υπάρχει σε μέγιστο βαθμό και εξυπηρετείται με κάθε δυνατό μέσο την εποχή που διανύουμε για την επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ισχύος των κρατών.

Ας θυμηθούμε όμως τα γεγονότα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το 1989, όπου η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δημιούργησε ένα κενό ισχύος στο διεθνές σύστημα και επέτρεψε να αναδειχθούν οι ΗΠΑ ως η μοναδική υπερδύναμη του πλανήτη. Οι ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ, σε συνεργασία με δυτικοευρωπαϊκούς φορείς ολοκλήρωσης (Ευρωπαϊκή Ένωση) και διεθνούς συνεργασίας (ΟΑΣΕ) επιχειρούν αρχικά, να συσπειρώσουν τα κράτη τού βορείου ημισφαιρίου και να σταθεροποιήσουν τα πολιτικά συστήματα των πρώην Ανατολικών κρατών και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Πριν την αλλαγή τού αιώνα, οι ΗΠΑ θα διεξάγουν δύο πολέμους. Ο πρώτος, κατά του Ιράκ με στόχο την απομάκρυνσή του από το Κουβέιτ, την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στην περιοχή τού Περσικού Κόλπου και τη διασφάλιση της ροής του πετρελαίου προς τη Δύση. Το νικηφόρο πόλεμο των ΗΠΑ ακολουθούν σοβαρές κυρώσεις κατά του Ιράκ, όπως και διευθετήσεις στο Παλαιστινιακό, χωρίς, ωστόσο, να επέλθει και οριστική επίλυση του προβλήματος στη Μέση Ανατολή.

Ο δεύτερος πόλεμος διεξήχθη κατά της Γιουγκοσλαβίας του Μιλόσεβιτς, καθώς πρωταρχική μέριμνα των ΗΠΑ μετά το 1989 είναι ο «εκδημοκρατισμός» και η σταθεροποίηση της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και του χώρου της πρώην ΕΣΣΔ.

Το 2001, στις ΗΠΑ, επανήλθαν στην εξουσία οι Ρεπουμπλικάνοι με Πρόεδρο τον νεότερο Μπους. Και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ άρχισε τότε να διαφαίνεται ως λιγότερο παρεμβατική χωρίς, ωστόσο σύμφωνα με τότε δηλώσεις, να αποκλείονται οι επεμβάσεις, όταν θα το απαιτούσαν τα συμφέροντα ασφαλείας. Επιπλέον, η προσέγγιση με τη Ρωσία είχε δρομολογηθεί, ενώ παράλληλα ήταν έκδηλη η έμφαση που έδινε η νέα κυβέρνηση στο θέμα των διαστημικών εξοπλισμών.

Αυτή περίπου ήταν η εικόνα του διεθνούς συστήματος και του ρόλου της μοναδικής υπερδύναμης μετά το τέλος τού ψυχρού πολέμου. Όταν, όμως, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 έλαβε χώρα η τρομοκρατική επίθεση εναντίον των ΗΠΑ, προκάλεσε αλλαγή προτεραιοτήτων και οδήγησε σε δύο ακόμη πολέμους, έναν στο Αφγανιστάν και έναν στο Ιράκ. Με τον πρώτο πόλεμο, οι ΗΠΑ διασφαλίζουν την παρουσία τους στην Κεντρική Ασία. Με τον δεύτερο και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, οι ΗΠΑ ενισχύουν την παρουσία τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η χερσαία επαφή με τη Συρία και το Ιράν, διασφαλίζουν τους πιστούς τους συμμάχους, Ιορδανία και Ισραήλ, εξασφαλίζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τη σταθερή ροή των ενεργειακών πόρων της περιοχής, μειώνουν τη στρατηγική και επιχειρησιακή τους εξάρτηση από τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία και δημιουργούν ένα προγεφύρωμα προς την Κεντρική Ασία.

Στην πρώτη δεκαετία τού 21ου αιώνα, η εξωτερική πολιτική και δράση των ΗΠΑ επικεντρώνεται σε τρία ζητήματα. Το πρώτο είναι η σταθεροποίηση της κατάστασης στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και αποχώρηση ή μη των στρατευμάτων τους από τις δύο χώρες. Το δεύτερο είναι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και η εξάρθρωση της Αλ Κάϊντα και το τρίτο η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Το 2009, προκύπτει κυβερνητική αλλαγή στις ΗΠΑ, με το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Μπαράκ Ομπάμα, να αναλαμβάνουν την εξουσία.

Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα παρατηρείται, επίσης, και μία επανεμφάνιση της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα, η οποία αναζητεί το νέο της ρόλο. Η επανεμφάνιση αυτή, όμως, δεν συνεπάγεται επιστροφή σε ένα διπολικό διεθνές σύστημα, καθώς η επιρροή και η επεμβατική της ικανότητα εκτός της περιφέρειάς της είναι περιορισμένες. Ωστόσο, το πυρηνικό της οπλοστάσιο, η ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από αυτήν και οι σαφείς ενδείξεις για τον ηγεμονικό ρόλο που επιδιώκει να διαδραματίσει στην περιοχή, καθιστούν τη Ρωσία έναν ισχυρό παίκτη. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή παραμένει εμπορικά ισχυρή και στρατιωτικά ανίσχυρη. Άλλωστε, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις συνήθως ακολουθούν ή συνεργάζονται σε μείζονα ζητήματα με τις ΗΠΑ. Τέλος, η Κίνα και η Ινδία προβάλλουν ανοδικά στον εμπορικό τομέα, καταβάλλουν προσπάθειες για να ενισχύσουν το διεθνές προφίλ τους, οι πολιτικές και στρατιωτικές τους, όμως, δυνατότητες παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες σε σχέση με τις απαιτήσεις του διεθνούς συστήματος.

Στις μέσα της δεύτερης δεκαετίας του νέου αιώνα, τον Φεβρουάριο του 2014 με ωμό πραξικόπημα που οργάνωσε η Αμερικάνικη Πρεσβεία της Ουκρανίας σε συνεργασία με την οικονομικά ισχυρή διασπορά των Ουκρανών σε Καναδά και ΗΠΑ, κατέληξε στην απομάκρυνση του εκλεγμένου προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς με αποτίμηση, 150 νεκρών από τα βίαια επεισόδια. Πρώτος στόχος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης, ήταν να θέσει εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα Ουκρανίας και να σταθεί απέναντι σε κάθε εκλεγμένο συμπολιτευόμενο ή αντιπολιτευόμενο πολιτικό!

Τα ακροδεξιά τάγματα (Από ευγένεια η ήπια αναφορά) αναλαμβάνουν δράση. Σκότωναν, βίαζαν γυναίκες και κόρες των Ρωσόφωνων και έκλεβαν τα υπάρχοντα τους. Ο Βλαντίμιρ Αλεξάντροβιτς Ζελένσκι, πολιτικός, κωμικός, σεναριογράφος, ηθοποιός και διευθυντής της εταιρείας τηλεοπτικών παραγωγών Kvartal 95 Studio, που υπηρετεί ακόμα και τώρα ως Πρόεδρος της Ουκρανίας από το 2019, δίνει υποσχέσεις για ''ειρηνική επίλυση'' της κρίσης και παράλληλα τις αναιρεί! Προχωρά δε σε ανοιχτή συνεργασία με τα τάγματα εφόδου.

Οι ΗΠΑ και προ Ζελένσκι, καλοέβλεπαν τα τάγματα εφόδου ως «συμμάχους» της, πιέζοντας για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά και δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με την Ουκρανία. Αύξησαν έτσι, με αυτόν τον τρόπο την πιθανότητα πολέμου μεταξύ δυνάμεων με πυρηνικά όπλα και έθεσαν τις βάσεις για την επιθετική θέση του Βλαντιμίρ Πούτιν απέναντι στην Ουκρανία. 

Πράγματι, το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους μοιράζονται το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για αυτήν την κρίση.

Κλείνοντας, αφήσαμε για το τέλος την αξιοσημείωτη απάντηση του Σέρβου προπονητή Ζέλικο Ομπράντοβιτς, μιας προσωπικότητας κοινής αποδοχής, όπου σε ερώτηση δημοσιογράφων για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τόνισε χαρακτηριστικά: «…Είμαι 62 ετών, δεν είναι ο πρώτος πόλεμος που βλέπω. Είχαμε τον πόλεμο στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Συρία. Σαν άνδρας, είμαι ενάντια σε κάθε πόλεμο, ακόμη και με έναν νεκρό, πρόκειται για τραγωδία. Θυμάμαι πολλά, δεν θυμάμαι όμως να είχατε μιλήσει τόσο πολύ το 1999, όταν βομβάρδιζαν τη χώρα μου, τη Σερβία...»