γράφει η Ανδρονίκη Παντιώρα
Θεωρείται σύνηθες το γεγονός ότι η ανέχεια, η δυσμένεια και η οικονομική δυστροπία, ευνοούν στη δημιουργία ακραίων, εθνικιστικών πεποιθήσεων, από τους πολίτες μιας χώρας όπως είναι η Ελλάδα, με αποτέλεσμα να επωφελούνται των καταστάσεων και των συνθηκών, σκοτεινοί υποχθόνιοι τύποι σαν τη σύσταση της Χρυσής Αυγής.
Αργά η γρήγορα όμως, η εγκληματική και παραβατική δραστηριότητα κάθε κακοποιού στοιχείου, θα αναμετρηθεί με το πραγματικό πρόσωπο ενός κράτους. Η ετυμηγορία της δικαστικής εξουσίας και η αποφασιστική κινητοποίηση του συστήματος με στόχο στην αποκάλυψη του δολοφονικού υπόβαθρου της Χρυσής Αυγής, της οργάνωσης που εισχώρησε στο πολιτικό κατεστημένο, ανδρώθηκε πατώντας πάνω στην απελπισία και την απέλπιδα ματιά ενός λαού που έτεινε χείρας βοηθείας, προσπαθώντας να στηρίξει τη δυσχερή θέση του σε επικίνδυνα όπως αποδείχτηκε εγχειρήματα και σε ακραία, ιδεολογικά παραληρήματα, ήταν καταλυτική.
Ποτέ όμως η ιδεολογική σήψη δεν μπορεί να εκφραστεί ή να συγκαλυφθεί από την πολιτική. Πόσο μάλλον στην εποχή που διανύουμε, όπου όλα διαδραματίζονται υπό το φως της δημοσιότητας. Μιας δημοσιότητας που κρατάει κρυφά όσα αντέχει και όσα την εξυπηρετούν. Όσα δεν περιθάλπουν στους κόλπους της τουλάχιστον, την αγνότητα του "κακού".
Τα κοινωνικά ξεβράσματα όμως από την άλλη, σίγουρα όταν αναμειγνύονται με τις πολιτικές και τις κοινωνικές δομές μιας χώρας, δεν είναι τυχαίο. Όπως και στη δική μας περίπτωση, την ελληνική, δεν ήταν τυχαίο. Συντηρήσαμε δεσμούς, θρέψαμε ένα μικρόβιο παρασιτικό, που μεγάλωσε με την εντύπωση ότι θα μας κατακτήσει. Το έδαφος αδιαμφισβήτητα είχε καλλιεργηθεί. Ήρθε η ώρα λοιπόν σήμερα, μετά την κατηγορηματική καταδίκη της ναζιστικής λογικής, να λύσουμε τους δεσμούς που κάποτε μας "έδεσαν" με παραπλανητικές λογικές και να επαναπροσδιορίσουμε ότι η δημοκρατία υφίσταται με ειρηνικές, μη βίαιες πρακτικές. Η δημοκρατία, δεν δρα υπογείως, είναι φανερή, ψύχραιμη και γενναία.